μεγαλοδωρία

μεγαλοδωρία
η щедрость

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "μεγαλοδωρία" в других словарях:

  • μεγαλοδωρία — μεγαλοδωρίᾱ , μεγαλοδωρία munificence fem nom/voc/acc dual μεγαλοδωρίᾱ , μεγαλοδωρία munificence fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοδωρίᾳ — μεγαλοδωρίαι , μεγαλοδωρία munificence fem nom/voc pl μεγαλοδωρίᾱͅ , μεγαλοδωρία munificence fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοδωρία — η (ΑM μεγαλοδωρία και μεγαλοδωρεά) [μεγαλόδωρος] το να δωρίζει κάποιος μεγάλα και ακριβά δώρα ή να κάνει μεγάλες δωρεές, γενναιοδωρία …   Dictionary of Greek

  • μεγαλοδωρίας — μεγαλοδωρίᾱς , μεγαλοδωρία munificence fem acc pl μεγαλοδωρίᾱς , μεγαλοδωρία munificence fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοδωρίαι — μεγαλοδωρία munificence fem nom/voc pl μεγαλοδωρίᾱͅ , μεγαλοδωρία munificence fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοδωρίαν — μεγαλοδωρίᾱν , μεγαλοδωρία munificence fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοδωρίαις — μεγαλοδωρία munificence fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηγεμονικότητα — η 1. η ιδιότητα τού ηγεμονικού, τού ικανού να ηγεμονεύει 2. μεγαλοπρέπεια, μεγαλοδωρία που ταιριάζει σε ηγεμόνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηγεμονικός. Η λ., στον λόγιο τ. ηγεμονικότης, μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλοδωρεά — μεγαλοδωρεά, ή (ΑM) βλ. μεγαλοδωρία …   Dictionary of Greek

  • μεγαλομέρεια — μεγαλομέρεια, ἡ (Α) [μεγαλομερής] 1. το να αποτελείται κάτι από μεγάλο μέγεθος μερών 2. μεγάλο μέγεθος 3. μεγαλοδωρία, γενναιοδωρία …   Dictionary of Greek

  • μεγαλόδωρος — η, ο (ΑM μεγαλόδωρος, ον) 1. αυτός που δίνει μεγάλα και πλούσια δώρα, γενναιόδωρος 2. το ουδ. ως ουσ. το μεγαλόδωρο(ν) η μεγαλοδωρία («τὸ φιλόδωρον καὶ μεγαλόδωρον», Πλούτ.). επίρρ... μεγαλοδώρως (Α) με γενναιοδωρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) +… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»